λίθιο

λίθιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li και 9Li), με χρόνους υποδιπλασιασμού ζωής 0,83 και 0,17 δευτερόλεπτα αντίστοιχα. Το λ. είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση και βρίσκεται πάντοτε σε μικρές ποσότητες σε διάφορα ορυκτά, όπως είναι ο λεπιδόλιθος και ο πεταλίτης, καθώς και σε μερικά μεταλλικά νερά (όπως του Σαλσοματζόρε) συνήθως μαζί με νάτριο και κάλιο, αλλά δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση. Το λ. Ανακαλύφθηκε το 1817 από τον Σουηδό χημικό Γιόχαν Αουγκούστ Άρφβεντσον (1792-1841) κατά την ανάλυση του πεταλίτη, αλλά απομονώθηκε σε υπολογίσιμες ποσότητες για πρώτη φορά το 1818 από τον Ντέιβι με ηλεκτρόλυση του τετηγμένου χλωριούχου παραγώγου του, μέθοδος που χρησιμοποιείται και σήμερα. Είναι αργυρόφαιο, μαλακό μέταλλο (σκληρότητα 0,6 στην κλίμακα ΜOS), που αυτοοξειδώνεται στον αέρα και αποσυνθέτει το νερό ακόμα και εν ψυχρώ. Τήκεται στους 181°C και έχει ειδικό βάρος 0,534, είναι δηλαδή το ελαφρύτερο από όλα τα στερεά στοιχεία. Ενώνεται απευθείας σχεδόν με όλα τα μεταλλοειδή και δίνει εύκολα ακόμα και το υδρίδιό του (LiH) και το αζωτούχο παράγωγό του (LiN). Κύριες ενώσεις του είναι το χλωριούχο, το ανθρακικό, το θειικό και το υδρίδιο του λ. Οι ενώσεις αυτές εφαρμόζονται στη βιομηχανία των τεχνητών φλογών, στην ιατρική για παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των παθήσεων που προκαλεί η μεγάλη αύξηση του ουρικού οξέος, και στη φωτογραφική. Η πιο ενδιαφέρουσα, από ποσοτικής άποψης, εφαρμογή του λ. γίνεται στην κεραμική βιομηχανία, όπου χρησιμοποιείται ως κύριο συστατικό σε πολλούς τύπους σμάλτου. Στη μεταλλική του κατάσταση, το λ. εφαρμόζεται σε μικρές ποσότητες σε μερικά κράματα μολύβδου και αργιλίου, επειδή βελτιώνει τις ιδιότητές του, επιφέροντας μεγαλύτερη αντοχή στη διάβρωση και στον εφελκυσμό. Επίσης, στη μεταλλουργική βιομηχανία χρησιμοποιείται ως αναγωγικό αντί του φωσφόρου και σε μερικές πυρηνικές αντιδράσεις. Αν βομβαρδιστεί με βραδέα ουδετερόνια, το λ. μεταστοιχειώνεται σε ήλιο και τρίτιο: 6Li + n → 4He + 3Η. Το λ. χρησιμοποιείται επίσης και για την παρασκευή λιπαντικών του καλύτερου τύπου, στην κατασκευή μερικών κρυστάλλων οπτικής και για να αυξηθεί η ηλεκτρική αγωγιμότητα των κραμάτων χαλκού. Στη φαρμακευτική βιομηχανία χρησιμοποιείται ως αντιδραστήριο κατά τη σύνθεση της βιταμίνης Α και μερικών αντιϊσταμινικών, καθώς και ως καταλύτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίθιο(ν) — το (Α λίθιον) νεοελλ. χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος τής ομάδας Ιa τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων αρχ. πετραδάκι, λιθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ.… …   Dictionary of Greek

  • Λιθίο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 455 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται 31 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Ιστορία. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης οι Σαμιώτες του Λυκούργου Λογοθέτη… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • θεοβρωμόζη — η ευδιάλυτο άλας με λίθιο τής θεοβρωμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theobromose (< theobroma (πρβλ. θεόβρωμα) + ose (πρβλ. όζη)] …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”